Από τη Ρούλα Βαρτελάτου, Κοινωνιολόγο, Εγκληματολόγο

Η Διεθνής Σύμβαση για τα Δικαιώματα του παιδιού, ορίζει ως παιδιά «όλα τα ανθρωπινά όντα με ηλικία μικρότερη των δεκαοκτώ ετών, εφόσον αυτά είναι ανήλικα κατά το εθνικό δίκαιο». Σύμφωνα με το Ελληνικό Ποινικό Κώδικα «ανήλικοι» νοούνται όσοι κατά την τέλεση της πράξης, έχουν ηλικία μεταξύ του 8ου και 18ου έτους συμπληρωμένων.
Μετά την αναμόρφωση του θεσμικού πλαισίου του Δικαίου Ανηλίκων, η οποία στηρίχτηκε μεταξύ άλλων στη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του παιδιού καταργήθηκε η διάκριση ανάμεσα σε «παιδιά» και «εφήβους» που υπήρχε στο θεσμικό πλαίσιο απονομής δικαιοσύνης στους ανήλικους δράστες εγκληματικών πράξεων. Η κατάργηση αυτή κρίθηκε αναγκαία εφόσον η ωρίμανση είναι μια εξατομικευμένη διαδικασία και επομένως η εφηβεία δεν αρχίζει για όλους ανεξαιρέτως από μια συγκεκριμένη ηλικία.
Ως παραβατικές χαρακτηρίζονται όλες εκείνες οι συμπεριφορές που παραβαίνουν έναν κανόνα συμπεριφοράς που είναι βασικός για μια ορισμένη κοινωνική ομάδα και προκαλούν αντιδράσεις αποδοκιμασίας. Στην παραβατικότητα ανηλίκων συμπεριλαμβάνονται όλες οι μη κοινωνικά αποδεκτές συμπεριφορές αποδοκιμασίας κοινωνικά ή και ποινικά, που κυμαίνονται από απλές αντικοινωνικές συμπεριφορές μέχρι και ποινικά επιλήψιμες συμπεριφορές. Σε αυτές μπορούν να συμπεριληφθούν η επιθετική συμπεριφορά, μια σειρά από ευκαιριακά-περιστασιακά εγκλήματα, όπως κλοπές, διαρρήξεις, φθορές ξένης ιδιοκτησίας, βανδαλισμοί, χρήση ουσιών και κατάχρηση αλκοόλ και παραβάσεις ΚΟΚ, αλλά και σοβαρότερα εγκλήματα, όπως επίθεση, σεξουαλική επίθεση, αδικήματα που εμπίπτουν στους ειδικούς νόμους περι ναρκωτικών και λιγότερα συχνά εγκλήματα κατά της ζωής και της ανθρωποκτονίας.